- αλβινισμός
- Κληρονομική απουσία, ολική ή μερική, χρωστικής από το δέρμα και από τα εξαρτήματά του (μαλλιά, τρίχες). Τα προσβεβλημένα άτομα έχουν χρώμα ωχρορόδινο, τρίχες και μαλλιά σχεδόν άσπρα. Συχνά η ανωμαλία αυτή συνοδεύεται και από άλλες διαταραχές (μυωπία, πνευματική καθυστέρηση). Ο α. εμφανίζεται στα σπονδυλωτά αλλά και σε ασπόνδυλα ζώα. Συνήθως ο α. δεν εμφανίζεται σε όλο το σώμα των ζώων, δηλαδή δεν αλλάζει ολόκληρο το χρώμα του σώματος αλλά μόνο μερικά σημεία (μερικός α.). Ο ολικός α. συνοδεύεται συνήθως και με ελαφρό κοκκίνισμα της ίριδας των ματιών. Από μελέτες που έγιναν φαίνεται ότι τα ζώα που ζουν σε βιότοπους οι οποίοι βρίσκονται σε σπηλιές ή σε περιοχές που είναι συνήθως καλυμμένες με χιόνι παρουσιάζουν συχνότερα α. Όπως είναι γνωστό, το φως είναι αναγκαίο για τη δημιουργία των διαφόρων χρωμάτων. Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται και στα φυτά και οφείλεται σε αλλοίωση του μηχανισμού σχηματισμού της χλωροφύλλης· στην περίπτωση αυτή οι χλωροπλάστες, που δίνουν το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα στα διάφορα μέρη του φυτού, γίνονται ανοιχτόχρωμοι.
Ο πύθωνας ο μόλουρος είναι χαρακτηριστικό δείγμα ζώου με ολικό αλβινισμό.
Ο κότσυφας της φωτογραφίας παρουσιάζει ολικό αλβινισμό.
Dictionary of Greek. 2013.